Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
View word page
στερέω
to deprive, bereave, rob of
ShortDef
to deprive, bereave, rob of
Debugging
Headword:
στερέω
Headword (normalized):
στερέω
Headword (normalized/stripped):
στερεω
IDX:
81582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81583
Key:
Data
{'content': 'to deprive, bereave, rob of'}