Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
View word page
στερέσιμος
liable to be taken away

ShortDef

liable to be taken away

Debugging

Headword:
στερέσιμος
Headword (normalized):
στερέσιμος
Headword (normalized/stripped):
στερεσιμος
IDX:
81581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81582
Key:

Data

{'content': 'liable to be taken away'}