Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
View word page
στερεόω
to make firm
ShortDef
to make firm
Debugging
Headword:
στερεόω
Headword (normalized):
στερεόω
Headword (normalized/stripped):
στερεοω
IDX:
81580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81581
Key:
Data
{'content': 'to make firm'}