Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
View word page
στερεόφρων
stubborn-hearted

ShortDef

stubborn-hearted

Debugging

Headword:
στερεόφρων
Headword (normalized):
στερεόφρων
Headword (normalized/stripped):
στερεοφρων
IDX:
81579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81580
Key:

Data

{'content': 'stubborn-hearted'}