Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
View word page
στερεότης
hardness, firmness, solidity
ShortDef
hardness, firmness, solidity
Debugging
Headword:
στερεότης
Headword (normalized):
στερεότης
Headword (normalized/stripped):
στερεοτης
IDX:
81578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81579
Key:
Data
{'content': 'hardness, firmness, solidity'}