Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
View word page
στερεόσαρκος
with hard

ShortDef

with hard

Debugging

Headword:
στερεόσαρκος
Headword (normalized):
στερεόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
στερεοσαρκος
IDX:
81576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81577
Key:

Data

{'content': 'with hard'}