Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
View word page
στερεός
stiff, stark, firm, solid
ShortDef
stiff, stark, firm, solid
Debugging
Headword:
στερεός
Headword (normalized):
στερεός
Headword (normalized/stripped):
στερεος
IDX:
81575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81576
Key:
Data
{'content': 'stiff, stark, firm, solid'}