Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στερέω
στερέωμα
View word page
στερεοποίησις
making firm
ShortDef
making firm
Debugging
Headword:
στερεοποίησις
Headword (normalized):
στερεοποίησις
Headword (normalized/stripped):
στερεοποιησις
IDX:
81573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81574
Key:
Data
{'content': 'making firm'}