Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
View word page
στερεοπαγής
hard

ShortDef

hard

Debugging

Headword:
στερεοπαγής
Headword (normalized):
στερεοπαγής
Headword (normalized/stripped):
στερεοπαγης
IDX:
81571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81572
Key:

Data

{'content': 'hard'}