Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
View word page
στερεομετρία
measurement of solids, geometry of three dimensions
ShortDef
measurement of solids, geometry of three dimensions
Debugging
Headword:
στερεομετρία
Headword (normalized):
στερεομετρία
Headword (normalized/stripped):
στερεομετρια
IDX:
81569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81570
Key:
Data
{'content': 'measurement of solids, geometry of three dimensions'}