Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
View word page
στερεομετρέω
measure solids

ShortDef

measure solids

Debugging

Headword:
στερεομετρέω
Headword (normalized):
στερεομετρέω
Headword (normalized/stripped):
στερεομετρεω
IDX:
81567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81568
Key:

Data

{'content': 'measure solids'}