Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
View word page
στερεοκάρδιος
hard-hearted

ShortDef

hard-hearted

Debugging

Headword:
στερεοκάρδιος
Headword (normalized):
στερεοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
στερεοκαρδιος
IDX:
81566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81567
Key:

Data

{'content': 'hard-hearted'}