Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
View word page
στερεοειδής
of solid nature

ShortDef

of solid nature

Debugging

Headword:
στερεοειδής
Headword (normalized):
στερεοειδής
Headword (normalized/stripped):
στερεοειδης
IDX:
81565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81566
Key:

Data

{'content': 'of solid nature'}