Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
View word page
στερεόδερμος
with hard skin

ShortDef

with hard skin

Debugging

Headword:
στερεόδερμος
Headword (normalized):
στερεόδερμος
Headword (normalized/stripped):
στερεοδερμος
IDX:
81564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81565
Key:

Data

{'content': 'with hard skin'}