Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
View word page
στερεμνιώδης
of solid nature

ShortDef

of solid nature

Debugging

Headword:
στερεμνιώδης
Headword (normalized):
στερεμνιώδης
Headword (normalized/stripped):
στερεμνιωδης
IDX:
81562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81563
Key:

Data

{'content': 'of solid nature'}