Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
View word page
στερέμνιος
hard, fast, firm

ShortDef

hard, fast, firm

Debugging

Headword:
στερέμνιος
Headword (normalized):
στερέμνιος
Headword (normalized/stripped):
στερεμνιος
IDX:
81561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81562
Key:

Data

{'content': 'hard, fast, firm'}