Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
View word page
στερεμνιόομαι
become solid
ShortDef
become solid
Debugging
Headword:
στερεμνιόομαι
Headword (normalized):
στερεμνιόομαι
Headword (normalized/stripped):
στερεμνιοομαι
IDX:
81560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81561
Key:
Data
{'content': 'become solid'}