Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
View word page
στερέϊνος
hard

ShortDef

hard

Debugging

Headword:
στερέϊνος
Headword (normalized):
στερέϊνος
Headword (normalized/stripped):
στερεινος
IDX:
81559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81560
Key:

Data

{'content': 'hard'}