Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
View word page
στέργω
to love

ShortDef

to love

Debugging

Headword:
στέργω
Headword (normalized):
στέργω
Headword (normalized/stripped):
στεργω
IDX:
81558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81559
Key:

Data

{'content': 'to love'}