Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
View word page
στέργημα
a love-charm

ShortDef

a love-charm

Debugging

Headword:
στέργημα
Headword (normalized):
στέργημα
Headword (normalized/stripped):
στεργημα
IDX:
81556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81557
Key:

Data

{'content': 'a love-charm'}