Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
στερεόδερμος
View word page
στεργάνος
sterquilinium
ShortDef
sterquilinium
Debugging
Headword:
στεργάνος
Headword (normalized):
στεργάνος
Headword (normalized/stripped):
στεργανος
IDX:
81554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81555
Key:
Data
{'content': 'sterquilinium'}