Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβάτης
View word page
στεπτός
crowned

ShortDef

crowned

Debugging

Headword:
στεπτός
Headword (normalized):
στεπτός
Headword (normalized/stripped):
στεπτος
IDX:
81553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81554
Key:

Data

{'content': 'crowned'}