Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
View word page
στενωπός
narrow, strait, confined; (subst) mountain pass, strait

ShortDef

narrow, strait, confined; (subst) mountain pass, strait

Debugging

Headword:
στενωπός
Headword (normalized):
στενωπός
Headword (normalized/stripped):
στενωπος
IDX:
81549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81550
Key:

Data

{'content': 'narrow, strait, confined; (subst) mountain pass, strait'}