Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργοξύνευνος
στέργω
View word page
στενώπαρχος
surveyor of lanes

ShortDef

surveyor of lanes

Debugging

Headword:
στενώπαρχος
Headword (normalized):
στενώπαρχος
Headword (normalized/stripped):
στενωπαρχος
IDX:
81548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81549
Key:

Data

{'content': 'surveyor of lanes'}