Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
View word page
στενώδης
somewhat narrow
ShortDef
somewhat narrow
Debugging
Headword:
στενώδης
Headword (normalized):
στενώδης
Headword (normalized/stripped):
στενωδης
IDX:
81546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81547
Key:
Data
{'content': 'somewhat narrow'}