Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στεργάνος
View word page
στενυγροχωρίη
contract

ShortDef

contract

Debugging

Headword:
στενυγροχωρίη
Headword (normalized):
στενυγροχωρίη
Headword (normalized/stripped):
στενυγροχωριη
IDX:
81544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81545
Key:

Data

{'content': 'contract'}