Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
View word page
Στέντωρ
Stentor

ShortDef

Stentor

Debugging

Headword:
Στέντωρ
Headword (normalized):
στέντωρ
Headword (normalized/stripped):
στεντωρ
IDX:
81542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81543
Key:

Data

{'content': 'Stentor'}