Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
στένωσις
View word page
στενόω
to straiten

ShortDef

to straiten

Debugging

Headword:
στενόω
Headword (normalized):
στενόω
Headword (normalized/stripped):
στενοω
IDX:
81540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81541
Key:

Data

{'content': 'to straiten'}