Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπός
View word page
στενόχωρος
of narrow space, strait

ShortDef

of narrow space, strait

Debugging

Headword:
στενόχωρος
Headword (normalized):
στενόχωρος
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρος
IDX:
81539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81540
Key:

Data

{'content': 'of narrow space, strait'}