Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
View word page
στενοχώρημα
a case of straitening, difficulty

ShortDef

a case of straitening, difficulty

Debugging

Headword:
στενοχώρημα
Headword (normalized):
στενοχώρημα
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρημα
IDX:
81536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81537
Key:

Data

{'content': 'a case of straitening, difficulty'}