Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
View word page
στενοχωρέω
to straiten for room

ShortDef

to straiten for room

Debugging

Headword:
στενοχωρέω
Headword (normalized):
στενοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρεω
IDX:
81535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81536
Key:

Data

{'content': 'to straiten for room'}