Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
View word page
στενόφωνος
with a weak, thin sound

ShortDef

with a weak, thin sound

Debugging

Headword:
στενόφωνος
Headword (normalized):
στενόφωνος
Headword (normalized/stripped):
στενοφωνος
IDX:
81534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81535
Key:

Data

{'content': 'with a weak, thin sound'}