Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
στενυγρός
View word page
στενόφυλλος
narrow-leaved

ShortDef

narrow-leaved

Debugging

Headword:
στενόφυλλος
Headword (normalized):
στενόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
στενοφυλλος
IDX:
81533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81534
Key:

Data

{'content': 'narrow-leaved'}