Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
Στέντωρ
View word page
στενοφυλλία
narrowness of leaf

ShortDef

narrowness of leaf

Debugging

Headword:
στενοφυλλία
Headword (normalized):
στενοφυλλία
Headword (normalized/stripped):
στενοφυλλια
IDX:
81532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81533
Key:

Data

{'content': 'narrowness of leaf'}