Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
στεντόρειος
View word page
στενοφυής
narrow by nature
ShortDef
narrow by nature
Debugging
Headword:
στενοφυής
Headword (normalized):
στενοφυής
Headword (normalized/stripped):
στενοφυης
IDX:
81531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81532
Key:
Data
{'content': 'narrow by nature'}