Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
στενοχωρία
View word page
στενοτράχηλος
narrow-necked

ShortDef

narrow-necked

Debugging

Headword:
στενοτράχηλος
Headword (normalized):
στενοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
στενοτραχηλος
IDX:
81528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81529
Key:

Data

{'content': 'narrow-necked'}