Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχώρησις
View word page
στενότης
narrowness, straitness

ShortDef

narrowness, straitness

Debugging

Headword:
στενότης
Headword (normalized):
στενότης
Headword (normalized/stripped):
στενοτης
IDX:
81527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81528
Key:

Data

{'content': 'narrowness, straitness'}