Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
View word page
στενόστομος
narrow-mouthed

ShortDef

narrow-mouthed

Debugging

Headword:
στενόστομος
Headword (normalized):
στενόστομος
Headword (normalized/stripped):
στενοστομος
IDX:
81526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81527
Key:

Data

{'content': 'narrow-mouthed'}