Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
View word page
στενόσημος
with narrow border

ShortDef

with narrow border

Debugging

Headword:
στενόσημος
Headword (normalized):
στενόσημος
Headword (normalized/stripped):
στενοσημος
IDX:
81525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81526
Key:

Data

{'content': 'with narrow border'}