Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
View word page
στενός
narrow, strait

ShortDef

narrow, strait

Debugging

Headword:
στενός
Headword (normalized):
στενός
Headword (normalized/stripped):
στενος
IDX:
81524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81525
Key:

Data

{'content': 'narrow, strait'}