Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
View word page
στενόπρωκτος
narrow-rumped
ShortDef
narrow-rumped
Debugging
Headword:
στενόπρωκτος
Headword (normalized):
στενόπρωκτος
Headword (normalized/stripped):
στενοπρωκτος
IDX:
81522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81523
Key:
Data
{'content': 'narrow-rumped'}