Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
View word page
στενοπρόσωπος
narrow-faced

ShortDef

narrow-faced

Debugging

Headword:
στενοπρόσωπος
Headword (normalized):
στενοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
στενοπροσωπος
IDX:
81521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81522
Key:

Data

{'content': 'narrow-faced'}