Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
στενοτράχηλος
View word page
στενοπορία
a narrow way

ShortDef

a narrow way

Debugging

Headword:
στενοπορία
Headword (normalized):
στενοπορία
Headword (normalized/stripped):
στενοπορια
IDX:
81518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81519
Key:

Data

{'content': 'a narrow way'}