Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
στενόστομος
στενότης
View word page
στενόπορθμος
at or on a strait

ShortDef

at or on a strait

Debugging

Headword:
στενόπορθμος
Headword (normalized):
στενόπορθμος
Headword (normalized/stripped):
στενοπορθμος
IDX:
81517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81518
Key:

Data

{'content': 'at or on a strait'}