Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
στενός
στενόσημος
View word page
στενόμακρος
narrow and long

ShortDef

narrow and long

Debugging

Headword:
στενόμακρος
Headword (normalized):
στενόμακρος
Headword (normalized/stripped):
στενομακρος
IDX:
81515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81516
Key:

Data

{'content': 'narrow and long'}