Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
στενορρύμη
View word page
στενολεσχία
quibbling

ShortDef

quibbling

Debugging

Headword:
στενολεσχία
Headword (normalized):
στενολεσχία
Headword (normalized/stripped):
στενολεσχια
IDX:
81513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81514
Key:

Data

{'content': 'quibbling'}