Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
στενοπρόσωπος
στενόπρωκτος
View word page
στενολέσχης
a quibbler
ShortDef
a quibbler
Debugging
Headword:
στενολέσχης
Headword (normalized):
στενολέσχης
Headword (normalized/stripped):
στενολεσχης
IDX:
81512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81513
Key:
Data
{'content': 'a quibbler'}