Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
στενόπους
View word page
στενοκώκυτος
so fast set in, that one screams when it is pulled out
ShortDef
so fast set in, that one screams when it is pulled out
Debugging
Headword:
στενοκώκυτος
Headword (normalized):
στενοκώκυτος
Headword (normalized/stripped):
στενοκωκυτος
IDX:
81510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81511
Key:
Data
{'content': 'so fast set in, that one screams when it is pulled out'}