Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
στενόπορος
View word page
στενοκύμων
surging in a strait

ShortDef

surging in a strait

Debugging

Headword:
στενοκύμων
Headword (normalized):
στενοκύμων
Headword (normalized/stripped):
στενοκυμων
IDX:
81509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81510
Key:

Data

{'content': 'surging in a strait'}