Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στενακτέον
στενακτέος
στενακτός
στεναχίζω
στενάχω
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
στενολεσχία
στενολόγον
στενόμακρος
στενοπαθέω
στενόπορθμος
στενοπορία
View word page
στενοκορίασις
unnatural contraction of the pupil
ShortDef
unnatural contraction of the pupil
Debugging
Headword:
στενοκορίασις
Headword (normalized):
στενοκορίασις
Headword (normalized/stripped):
στενοκοριασις
IDX:
81508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81509
Key:
Data
{'content': 'unnatural contraction of the pupil'}